- λεπτοδείχτης
- λεπτοδείχτης, ο και λεπτοδείκτης, οο δείχτης του ρολογιού που δείχνει τα πρώτα λεπτά της ώρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.